αἰνικτής

αἰνικτής
αἰνικτής
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αινικτής — αἰνικτής, ο (Α) [αἰνίσσομαι] αυτός που μιλάει με αινίγματα, σκοτεινός (χαρακτηρισμός τού Ηρακλείτου) …   Dictionary of Greek

  • αἰνικτά — αἰνικτά̱ , αἰνικτής masc nom/voc/acc dual αἰνικτής masc voc sg αἰνικτής masc nom sg (epic) αἰνικτός expressed in riddles neut nom/voc/acc pl αἰνικτά̱ , αἰνικτός expressed in riddles fem nom/voc/acc dual αἰνικτά̱ , αἰνικτός expressed in riddles… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”